λιθόστρωμα

λιθόστρωμα
το
λιθόστρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθοστρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Ιω. Καρασούτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • σύστρωμα — ώματος, τὸ, Α [συστρώννυμι] λιθόστρωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”